- ξαρμάτωτος
- -η, -οο ξαρματωμένος, ο χωρίς άρματα, ο άοπλος: Αρρωστημένο μ' ήβρανε, ξαρμάτωτο στο στρώμα (δημ. τραγ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξαρμάτωτος — η, ο [ξαρματώνω] 1. αυτός που έμεινε χωρίς οπλισμό, άοπλος, αφοπλισμένος 2. (για πλοίο) α) παροπλισμένος β) αυτός που δεν είναι εφοδιασμένος με επαρκή ή κατάλληλο εξοπλισμό … Dictionary of Greek
αρμάτωτος — η, ο ξαρμάτωτος, άοπλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προήλθε από το αρματώνω (πρβλ. αγγίζω: άγγιχτος). Η σημασία της στερήσεως δημιουργήθηκε από τον αναβιβασμό του τόνου] … Dictionary of Greek
εξαρμάτωτος — η, ο και ξαρμάτωτος, η, ο [εξαρματώνω] ξαρματωμένος, άοπλος, αφοπλισμένος, αυτός που έμεινε χωρίς οπλισμό ή (για πλοίο) χωρίς εξαρτισμό, παροπλισμένος … Dictionary of Greek